Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά Μνημεία Θεσσαλονίκης

Η ιστορική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, που έχει την αρχή της σε μία αδιάσπαστη συνέχεια από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι συνδεδεμένη κυρίως με τη βυζαντινή ζωή της. Η περιτειχισμένη πόλη με τα μνημεία της εύλογα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανοιχτό Βυζαντινό Μουσείο. Στο σύνολό τους τα μνημεία της πόλης, παλαιοχριστιανικά - βυζαντινά, μεταβυζαντινά και οθωμανικά είναι κηρυγμένα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Δεκαπέντε (15) εκ των παλαιοχριστιανικών – βυζαντινών εγγράφηκαν το 1988 στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO (Δήμος Θεσσαλονίκης).

Τα μνημεία αυτά λοιπόν είναι τα εξής

Ροτόντα:  
Η Ροτόντα ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, στο κυκλικό της σχήμα άλλωστε οφείλει και την ονομασία της. Κτίστηκε στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στα 306 μ.Χ., ως ναός του Δία ή του Κάβειρου ή κατ΄ άλλους ως Μαυσωλείο του ιδίου. Στον άξονά της κατέληγε πομπική οδός που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα, που έχει ανασκαφεί νοτίως της Εγνατίας οδού. Το κτήριο, διαμέτρου 24,50μ καλύπτει ισοδιάστατος θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80μ.. Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30μ., διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.

Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, άγνωστο πότε ακριβώς. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Γύρω από το κτήριο προστέθηκε κλειστή στεγασμένη στοά (πλάτους 8μ.) που επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο μέσω επτά κογχών που διανοίχθηκαν στον αρχικό πυρήνα. Στη δυτική κόγχη διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα και προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Καμία από τις παραπάνω προσθήκες, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δεν σώζεται σήμερα (περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Αχειροποίητος
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, επί της οδού Αγίας Σοφίας και βόρεια από τον ομώνυμο ναό σώζεται ο ναός της Αχειροποιήτου του οποίου η χρονολογία ανέγερσης τοποθετείται γύρω στα μέσα του 5ου αι. Το μνημείο υπέστει αρχιτεκτονικές επεμβάσεις ήδη από τον 7ο αιώνα, ενώ μια ακόμα σημαντική φάση επεμβάσεων χρονολογείται στα όψιμα βυζαντινά χρόνια (14-15ος αι.)

Η Αχειροποίητος εντάσσεται στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα, η οποία καταλήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας, ενώ διασώζονται και ίχνη του εξωνάρθηκα. Τρίβηλο τοξωτό άνοιγμα αποτελεί τη κύρια είσοδο από τον νάρθηκα προς τον κυρίως ναό. Τα τρία κλίτη του κυρίως ναού χωρίζονται μεταξύ τους με κιονοστοιχίες. Το βόρειο κλίτος απολήγει στην ανατολική πλευρά του στο μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης. Στη βορειοδυτική γωνία της βασιλικής σώζεται το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στα υπερώα. Στην νότια πλευρά του ναού υπάρχει ένα μνημειακό πρόπυλο, το οποίο συνέδεε πιθανώς τη βασιλική με την κεντρική αρτηρία της βυζαντινής πόλης, την Λεωφόρο. Ένα πρόσκτισμα επίσης στη νότια πλευρά θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής.

Από τον πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο της βασιλικής ξεχωρίζουν τα σύνθετα ιωνικά κιονόκρανα, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα και αποτελούν προϊόντα των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης, καθώς και οι κίονες του τριβήλου λαξευμένοι σε θεσσαλικό μάρμαρο (verde antico). Μεγάλες πλάκες προκονήσιου μαρμάρου καλύπτουν το δάπεδο του κεντρικού κλίτους. Από τα ψηφιδωτά του 5ου αι. έχουν διασωθεί λίγες διακοσμητικού χαρακτήρα παραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα εκτέλεσης. Συνθέσεις όπως αυτές που κοσμούν τα εσωρράχια των τόξων του τριβήλου χαρακτηρίζονται από την τάση απόδοσης ενός ειδυλλιακού κλίματος σε συνδυασμό με τον χριστιανικό συμβολισμό (περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Ναός του Αγ. Δημητρίου
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου κτίστηκε στα ερείπια ρωμαϊκού λουτρού. Ο πρώτος ναός, ένα μικρό
προσευκτήριο κτίστηκε μετά το 313. Τον 5ο αιώνα ο έπαρχος Λεόντιος έκτισε μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που κάηκε στα 626 - 34. Αμέσως μετά κτίστηκε η πεντάκλιτη βασιλική. Το 1493 μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1912 αποδόθηκε πάλι στη χριστιανική λατρεία. Κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και ξαναλειτούργησε το 1949, αφού ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Στην κρύπτη του ναού οργανώθηκε η έκθεση αρχαιοτήτων που διασώθηκαν από την πυρκαγιά ή βρέθηκαν στις ανασκαφικές έρευνες. Το μνημείο λειτουργεί σήμερα ως ναός.

Ο ναός του Αγ. Δημητρίου είναι πεντάκλιτη βασιλική με νάρθηκα και εγκάρσιο κλίτος, με κρύπτη κάτω από το ιερό και το εγκάρσιο κλίτος και προσαρτημένο στη νοτιο - ανατολική γωνία της το παρεκκλήσι του Αγ. Ευθυμίου. Από την πυρκαγιά του 1917 διασώθηκαν λείψανα μόνο από τον λαμπρό γλυπτικό και ζωγραφικό (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες) διάκοσμο του ναού, που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του. Μετά την πυρκαγιά του 1917, άρχισαν οι αναστηλωτικές εργασίες που διακόπηκαν το 1938, ξανάρχισαν το 1946 και το μνημείο ξαναλειτούργησε το 1949. Στα πλαίσια των αναστηλωτικών εργασιών έγιναν διάφορες ανασκαφικές έρευνες στο ναό και στην κρύπτη μετά την πυρκαγιά του 1917 και στα 1946 - 1949.


Μονή Λατόμου
Κτίστηκε πάνω σε ρωμαϊκό κτίσμα στα τέλη 5ου - αρχές 6ου αιώνα ως καθολικό της μονής Λατόμου. Το 1430 με την άλωση της Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε τζαμί, ενώ το ψηφιδωτό είχε καλυφθεί με ασβεστοκονίαμα. Το 1921 αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία και τότε ανακαλύφθηκε το ψηφιδωτό. Το μνημείο σήμερα λειτουργεί ως ναός.

Αρχικά τετράγωνο κτίσμα με κόγχη στα ανατολικά και είσοδο στα δυτικά. Μικρά τετράγωνα διαμερίσματα στις τέσσερις γωνίες του κτιρίου έδιναν στην κάτοψη του κυρίως ναού σχήμα ισοσκελούς σταυρού. Σήμερα λείπει όλο το δυτικό τμήμα του ναού και η είσοδος είναι στη νότια πλευρά. Από τη ζωγραφική του διακόσμηση σώζεται το περίφημο ψηφιδωτό της κόγχης, 5ου - 6ου αιώνα και τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Στα 1929 έγιναν ανασκαφικές έρευνες στο εσωτερικό του ναού. Κατά καιρούς έγιναν διάφορες στερεωτικές και εξυγιαντικές επεμβάσεις. Το 1980 έγινε στερέωση του δυτικού τοίχου. Το 1991 ανακατασκευή - αποκατάσταση του προστώου στη νότια πλευρά.

Ναός Αγίας Σοφίας
Ο ναός βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και Ερμού. Αφιερωμένος στο Χριστό, τον αληθή Λόγο και τη Σοφία του Θεού γιόρταζε στις 14 Σεπτεμβρίου την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά στο ναό χρονολογείται το 795 αλλά τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι κτίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα στη θέση πεντάκλιτης βασιλικής του 5ου αιώνα, η οποία καταστράφηκε από σεισμό περίπου το 620. Ο ναός αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς με τρούλλο και περίστωο, εξέλιξη του νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού της τρουλλαίας βασιλικής. 

Στη διάρκεια της λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224) ο ναός έγινε καθεδρικός των Λατίνων. Μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην πόλη αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης έως το 1523/24, επί Μακτούλ Ιμπραήμ Πασά, οπότε και μετατράπηκε σε τζαμί. Στη βορειοδυτική γωνία του κατασκευάστηκε πύργος ανόδου στα υπερώα, πιθανώς ως ο πρώτος μιναρές το τζαμιού. Το 1890 πυρκαϊά προκάλεσε καταστροφές στο κτίσμα, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907-1909 από το βυζαντινολόγο Κάρολο Ντηλ. Στις 29 Ιουνίου 1913 ο χώρος καθαγιάστηκε εκ νέου και αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία. Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης στην ανωδομή και τον ψηφιδωτό διάκοσμο και παράλληλα διεξήχθη ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του ναού και στον περιβάλλοντα χώρο του (περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Παναγία των Χαλκέων
Στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Αριστοτέλους, νοτιοδυτικά του αρχαιολογικού χώρου της Ρωμαϊκής Αγοράς, βρίσκεται ο ναός της Παναγίας Χαλκέων. Κτίστηκε στο χώρο του Μεγαλοφόρου, της κεντρικής αγοράς της Θεσσαλονίκης, κοντά στη Χαλκευτική στοά, όπου έως και σήμερα συναντά κανείς τα εργαστήρια των χαλκωματάδων. Η κτητορική επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου μας πληροφορεί ότι το 1028 ο Χριστόφορος Πρωτοσπαθάριος και Κατεπάνω Λαγουβαρδίας, μαζί με τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή, έχτισε το ναό για τη Θεοτόκο. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται στο μέσο του βόρειου τοίχου.

Η εκκλησία ανήκει στο νέο τύπο που διαμορφώνεται την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, το σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλλο ναό. Η επίδραση της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης είναι εμφανής τόσο στον τύπο του ναού όσο και στην τοιχοποιία του που ελαφρύνεται από επάλληλα καμπύλα τόξα και αψιδώματα, κόγχες και ημικυκλικούς κίονες. Μαρμάρινος κοσμήτης περιτρέχει το ναό στο μέσο του ύψους του κάτω από τον οποίο υπήρχε διακοσμητική ζώνη από πήλινα έγχρωμα πλακίδια. Η αποκλειστική χρήση πλίνθων ως οικοδομικό υλικό με τη λεγόμενη ''τεχνική της κρυμμένης πλίνθου'' έδωσε στο κτίσμα τη λαϊκή προσωνυμία ''Κόκκινη Εκκλησιά''.

Ο ναός κοσμήθηκε με τοιχογραφίες ταυτόχρονα με την ίδρυσή του, όπως μας πληροφορεί κτητορική επιγραφή στην καμάρα του ιερού Βήματος. Σώζονται λίγες χριστολογικές σκηνές στον κυρίως ναό (Γέννηση, Υπαπαντή, Προσκύνηση των Μάγων, Πεντηκοστή) και λειτουργικές στο ιερό βήμα, όπου η Πλατυτέρα δεομένη, Ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στο νάρθηκα αναπτύσσεται η Δευτέρα Παρουσία. Στην εποχή των Παλαιολόγων, ανακαινίστηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος, με νέες παραστάσεις, από τις οποίες σώζονται η Κοίμηση της Θεοτόκου, λίγες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και μεμονωμένες μορφές αγίων. Το 1430 μετατράπηκε σε τζαμί με την επωνυμία ''Καζαντζιλάρ τζαμί'' (= τζαμί των χαλκωματάδων). Μετά τους σεισμούς του 1978 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του μνημείου και συντήρησης των τοιχογραφιών του.


Ναός Αγίων Αποστόλων
Στην αρχή της οδού Ολύμπου, κοντά στα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης και νότια της Ληταίας Πύλης, βρίσκεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Ο πυλώνας νότια του ναού και η κινστέρνα στα βορειοδυτικά μαρτυρούν ότι αποτελούσε καθολικό μοναστηριού. Η επιγραφή ''Πατριάρχης και κτήτωρ'' στο υπέρθυρο της εισόδου, τα μονογράμματα (συμπιλήματα) στα κιονόκρανα της δυτικής όψης και οι κεραμοπλαστικές επιγραφές στη δυτική και νότια όψη αναφέρουν τον Πατριάρχη Νίφωνα Α' (1310-1314) ως ιδρυτή. Γραπτή επιγραφή στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα μνημονεύει τον ίδιο Πατριάρχη και το μαθητή του ηγούμενο Παύλο ως πρώτο και δεύτερο κτήτορα, αντίστοιχα, ''της σεβασμίας Μονής ταύτης''. Η απεικόνιση του Παύλου δεομένου μπροστά στην ένθρονη Θεοτόκο, στο υπέρθυρο της εισόδου προς τον κυρίως ναό, και οι θεομητορικές σκηνές που κοσμούν τη στοά ενισχύουν την υπόθεση ότι πρόκειται για βυζαντινή μονή αφιερωμένη στην Παναγία, ίσως τη Μονή της Θεοτόκου Γοργοεπηκόου.

Το μνημείο ανήκει στον τύπο των σύνθετων πεντάτρουλλων τετρακιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με νάρθηκα και περίστωο με δύο παρεκκλήσια ανατολικά. Τα πολλαπλά επίπεδα όπου αποτυπώνεται έντονα το σημείο του σταυρού, η πλινθόκτιστη ανωδομή, οι ραδινοί τρούλοι, οι πολύπλευρες κόγχες του ιερού βήματος, τα αψιδώματα, τα βαθμιδωτά τόξα, οι ημικιονίσκοι, τα δίλοβα παράθυρα και τα τρίβηλα ανοίγματα συντελούν στη δημιουργία ενός κομψού και ανάλαφρου συνόλου. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος στην ανατολική πλευρά προσδίδει ζωγραφική όψη στο αρχιτεκτόνημα (περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού
Κοντά στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης, ανάμεσα στις οδούς Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου, περικλείεται από περίβολο ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός, μετόχι της Μονής Βλατάδων, υπαγόμενο στο Πατριαρχείο, και άλλοτε καθολικό μονής. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται λείψανα του προπύλου προς την οδό Ηροδότου.

Η προσωνυμία "Άγιος Νικόλαος Ορφανός" και "Άγιος Νικόλαος των Ορφανών" απαντά σε πηγές του 17ου και 18ου αιώνα και συσχετίστηκε είτε με τον άγνωστο ιδρυτή του ναού και την οικογένειά του είτε με την ιδιότητα του Αγίου Νικολάου ως προστάτη των χηρών και των ορφανών. Η ανέγερση του μνημείου πιθανώς προσδιορίζεται χρονικά από την τοιχογράφηση του που εντάσσεται ανάμεσα στα 1310-1320.    

Σήμερα ο ναός είναι ένα μονόχωρο ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια στα ανατολικά. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη από σειρές πλίνθων και λίθων και λίγα κεραμοπλαστικά στα ανατολικά. Εσωτερικά ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τις πλάγιες στοές μέσω δίλοβων ανοιγμάτων που κοσμούνται από θεοδοσιανά κιονόκρανα με ζωγραφικό διάκοσμο. Το μαρμάρινο τέμπλο που φέρει γραπτό διάκοσμο συνδέεται με τη φάση κατασκευής του ναού. Κάτω από το δάπεδο του περιστώου βρίσκονται πολλοί τάφοι (περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Ναός Αγίου Παντελεήμονα
Στη συμβολή των οδών Αρριανού και Ιασονίδου, σε μικρή απόσταση από την αψίδα του Γαλερίου
και τη Ροτόντα, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα. Η εκκλησία, η επωνυμία της οποίας είναι πολύ νεώτερη, ταυτίζεται με το καθολικό της βυζαντινής μονής της Θεοτόκου Περιβλέπτου, γνωστής και ως μονής του κυρ Ισαάκ από τον ιδρυτή της το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιάκωβο (1295-1314), μετέπειτα μοναχό Ισαάκ. Η μονή αποτέλεσε πνευματικό κέντρο του 14ου αιώνα και συνδέθηκε με τη συγγραφική και διδακτική δραστηριότητα των κορυφαίων ελληνιστών Θωμά Μάγιστρου και Ματθαίου Βλάσταρη.

Ο Άγιος Παντελεήμων ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο και περίστωο. Δεύτερος τρούλλος επιστέφει το νάρθηκα, ενώ δύο παρεκκλήσια σχηματίζονται στο ανατολικό πέρας των πλαγίων στοών. Ο τύπος συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της παλαιολόγειας αναγέννησης στη Θεσσαλονίκη. στους ναούς της οποίας οι περισσότεροι του ενός τρούλλοι και η στοά με τα παρεκκλήσια καθιερώνονται εφεξής.

Από την αρχική φάση του ζωγραφικού διακόσμου σώζονται στην πρόθεση, το διακονικό και στα παρεκκλήσια η Θεοτόκος Βλαχερνήτισσα, άγιοι και ιεράρχες. Ενδιαφέρον για την ιστορία του ναού παρουσιάζει η απεικόνιση του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, συνώνυμου αγίου με το μητροπολίτη και ιδρυτή του ναού, σε προέχουσα θέση στο διακονικό μαζί με σεβίζοντες Ιεράρχες. Οι τοιχογραφίες εντάσσονται στα τέλη του 13ου - αρχές του 14ου αιώνα και συνδυάζουν τη μνημειακή αντικλασική αντίληψη με τις νέες τάσεις της παλαιολόγειας αναγέννησης.

Μετά τα μέσα του 16ου αιώνα (περ.1568-1571) ο ναός μετατρέπεται σε τζαμί με την επωνυμία ''Ισαακιέ Τζαμί'' (=το τζαμί του Ισαάκ). Οι τοιχογραφίες και η εξωτερική τοιχοποιία ασβεστώνονται, υψώνεται μιναρές, του οποίου σώζεται η βάση, και κατασκευάζεται μαρμάρινο σιντριβάνι στον περίβολο. Στις αρχές του 20ου αιώνα το κτίσμα επισκευάζεται από τους Οθωμανούς με καθαίρεση της στοάς αλλά διατήρηση των παρεκκλησίων. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του νάρθηκα ανήκει σε αυτή τη φάση. Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες αποκατάστασης του ναού (Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού).


Βυζαντινά Τείχη
Τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης έχουν σήμερα μήκος περίπου 4 χιλιομέτρων, αλλά η αρχική περίμετρος που κάλυπταν ήταν περί τα 8 χιλιόμετρα και το ύψος τους ήταν 10-12 μέτρα [1]. Το τείχος για πολλούς αιώνες περιέβαλλε την πόλη, περιλαμβάνοντας στη νοτιοδυτική πλευρά προς το Θερμαϊκό κόλπο παραθαλάσσια τείχη, τα οποία όμως σήμερα δεν υπάρχουν. Στη βορειοανατολική πλευρά ανεβαίνει προς τα υψώματα, περιλαμβάνοντας ακρόπολη, μέσα στην οποία βρίσκεται και το αμυντικό σύμπλεγμα του Επταπυργίου.


Στο δυτικό και ανατολικό τείχος υπάρχουν τριγωνικοί πρόβολοι, ενώ στα πιο ψηλά σημεία και ιδίως στο τμήμα που χωρίζει την ακρόπολη από την πόλη υπάρχουν ορθογώνιοι πύργοι. Το χτίσιμο τους περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες σειρές τούβλων και πετρωμάτων διακοσμημένες με χριστιανικά (σταυρούς) και αρχαιοελληνικά σύμβολα (απεικονίσεις του ήλιου, ρόμβους). Παρόμοιας τεχνοτροπίας είναι και τα βυζαντινά τείχη που σώζονται στην Κωνσταντινούπολη (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)(περισσότερες πληροφορίες εδώ).


Ναός Αγίας Αικατερίνης
Ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης είναι μια ύστερη Βυζαντινή εκκλησία στην νοτιοδυτική γωνία της
παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης. Η εκκλησία χρονολογείται από την Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά η ακριβής χρονολογία και η αρχική αφιέρωση αγνοούνται. Από τον εσωτερικό διάκοσμο, που σώζεται σε σπαράγματα και χρονολογείται περίπου το 1315, έχει προταθεί ότι επρόκειτο για το καθολικό της Μονής Παντοκράτορα. Μετατράπηκε σε τζαμί από τον Γιακούπ Πασά στα χρόνια της βασιλείας του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' (βασίλεψε 1481-1512) και πήρε το όνομά του, Γιακούπ Πασά Τζαμί (τουρκικά: Yakup Paşa Camii). Το 1988, εντάχθηκε μεταξύ των Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης στον κατάλογο της Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ).


Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος
Στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Παλαιών Πατρών Γερμανού βρίσκεται ο ναΐσκος του Σωτήρα. Κτίστηκε μετά το 1340 πιθανότατα ως ταφικό παρεκκλήσι βυζαντινού μοναστηριού και αρχικά ήταν αφιερωμένος στην Παναγία. Ανήκει στον τύπο του τετράκογχου εγγεγραμμένου σε τετράγωνη κάτοψη ναού. Η δυτική κόγχη κατεδαφίστηκε το 1936 για την προσθήκη νάρθηκα. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του χρονολογείται την περίοδο 1350-1370 και εντάσσεται στην παλαιολόγεια παράδοση (VORIA.GR).


Μονή Βλατάδων
Έξω ακριβώς από τα τείχη της Ακρόπολης, επί της οδού Ακροπόλεως βρίσκεται η Πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, το μοναδικό βυζαντινό μοναστήρι της πόλης που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1351-1371 από το μαθητή του Γρηγορίου Παλαμά, μοναχό Δωρόθεο Βλατή, και μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από το αρχικό συγκρότημα σώζεται μόνον το καθολικό στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο που απολήγει σε παρεκκλήσια. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό τοποθετείται μεταξύ των ετών 1360 -1380. Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στο Χριστό Παντοκράτορα ενώ σήμερα τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος (VORIA.GR)

Ιδρύθηκε κατά τα μέσα του 14ου αιώνα σε χώρο που πιθανώς να φιλοξενούσε παλαιότερο ναό, από τον κρητικής καταγωγής μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλαττή και τον αδελφό του Μάρκο. Οι πρώτες ιστορικές αναφορές στη Μονή Βλαττάδων γίνονται το 1405 στο οδοιπορικό του Ρώσου περιηγητή Ιγνατίου του Σμολένσκ. Κατά τον 15ο αιώνα η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης οι Τούρκοι της έδωσαν κάποια προνόμια, που επικυρώθηκαν και με φιρμάνι του Μωάμεθ Β΄ το 1446. Σύμφωνα με παράδοση του 16ου αιώνα, η προνομιακή αυτή μεταχείριση οφειλόταν στη βοήθεια που είχαν προσφέρει οι μοναχοί της στους Τούρκους για την άλωση της πόλεως. Εξάλλου, από ορισμένα κτίσματα οθωμανικής τεχνοτροπίας φαίνεται ότι τον 16ο αιώνα στη μονή εγκαταστάθηκαν Τούρκοι. Το 1633, με σιγίλλιο του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, η Μονή Βλαττάδων προσαρτήθηκε ως μετόχιο στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1801 ανακαινίσθηκε το καθολικό της μονής, αλλά το 1870 μια πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος της, συμπεριλαμβανόμενης και της βιβλιοθήκης. Οι ζημιές επισκευάσθηκαν με έξοδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ).

Ναός Προφήτη Ηλία
Επί της οδού Ολυμπιάδος, στη συμβολή της με την οδό Προφήτη Ηλία, πάνω σε ένα φυσικό βραχώδες έξαρμα δεσπόζει ο ναός του Προφήτη Ηλία. Μοναδικός στη πόλη της Θεσσαλονίκης για τον αρχιτεκτονικό του τύπο: τρίκογχος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με λιτή και περίστωο που απολήγει στα ανατολικά σε παρεκκλήσια, ήταν αφιερωμένος στο Χριστό και ταυτίζεται με το καθολικό της μονής Ακαπνίου. Από τον εικονογραφικό διάκοσμο σώζεται μόνον στη λιτή η παράσταση της Βρεφοκτονίας, αντιπροσωπευτική για την τελευταία φάση της παλαιολόγειας τέχνης (VORIA.GR).


Βυζαντινά Λουτρά
Το Βυζαντινό Λουτρό της Άνω Πόλης, είναι το μοναδικό βυζαντινό Λουτρό που σώζεται από την μεσοβυζαντινή ή υστεροβυζαντινή περίοδο στον ελλαδικό χώρο και ένα από τα λίγα διασωθέντα κοσμικά κτίρια εκείνης της εποχής. Η αξία του ως μνημείο είναι μεγάλη και η πολεοδομική θέση που κατέχει σημαντική. Βρίσκεται στην είσοδο του χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού της Άνω Πόλης στην Θεσσαλονίκη, και λειτουργούσε ως ανδρικό και γυναικείο λουτρό. Συγκεκριμένα βρίσκεται μεταξύ των οδών Θεοτοκοπούλου, Κρίσπου, Χρυσοστόμου και Φιλοκτήτου στην Άνω Πόλη.

Η κατασκευή του λουτρού υπολογίζεται γύρω στο 1200 ή σύμφωνα με άλλη άποψη στο 1300. Το λουτρό αποτελείται από επιτοίχιους αεραγωγούς για την σωστή ρύθμιση της θερμοκρασίας του αέρα και δεξαμενή. Συνέχισε να λειτουργεί και επί Τουρκοκρατίας κατά την οποία υπέστη μερικές τροποποιήσεις και πήρε την ονομασία Κουλέ Χαμάμ[3] την οποία οφείλει στην συνοικία όπου είναι χτισμένο. Η χρήση του διακόπηκε κατά τη δεκαετία του 1940. Το 1952 κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο και κατά τη δεκαετία του 1970 έγιναν κάποιες πρώτες εργασίες στο χώρο του λουτρού ενώ ως συνέπεια του σεισμού του 1978 πραγματοποιήθηκαν έργα υποστύλωσης. Το 2002, το κτίσμα αναδείχτηκε μέσω ενεργειών της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενώ μετά από νέες εργασίες αποκατάστασης που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κατέστη το 2015 επισκέψιμο προς το κοινό (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ). 



ΦΩΤΟΘΗΚΗ:
http://whc.unesco.org/en/list/456/gallery/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου